διοικητολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διοικητολόγος < διοικητ(ής) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
διοικητολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός) (νομικός όρος) νομικός ειδικευμένος στη (δημόσια) διοίκηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
διοικητολόγος
|