Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διμερώς < διμερής

  Επίρρημα επεξεργασία

διμερώς

  • και από τα δύο μέρη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία