δικράνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δικράνι | τα | δικράνια |
γενική | του | δικρανιού | των | δικρανιών |
αιτιατική | το | δικράνι | τα | δικράνια |
κλητική | δικράνι | δικράνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δικράνι < δικράνιον < υποκοριστικό του δίκρανον < αρχαία ελληνική δίκρανος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικράνι ουδέτερο