Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικομήτρα < δίκη + μήτρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δικομήτρα θηλυκό

  • αυτή που προκαλεί έριδες