Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικαστικώς < δικαστικός + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

δικαστικώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία