δικαιώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δικαιώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δικαιώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δικαιώνω
- θα δικαιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δικαιώνω