Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικαιόω < δίκαιος < δίκη

  Ρήμα επεξεργασία

δικαιόω

  1. κρίνω δίκαιο
  2. θεωρώ δικαίωμά μου