Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διεθνοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεθνοποιώ
  2. θα διεθνοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεθνοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διεθνοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διεθνοποίηση