διεθνιστικοϋλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διεθνιστικοϋλισμός < διεθνιστικός + -ο- + υλισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
διεθνιστικοϋλισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
διεθνιστικοϋλισμός
|
διεθνιστικοϋλισμός αρσενικό
|