Δείτε επίσης: Διεθνής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεθνής η διεθνής το διεθνές
      γενική του διεθνούς* της διεθνούς του διεθνούς
    αιτιατική τον διεθνή τη διεθνή το διεθνές
     κλητική διεθνή(ς) διεθνής διεθνές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεθνείς οι διεθνείς τα διεθνή
      γενική των διεθνών των διεθνών των διεθνών
    αιτιατική τους διεθνείς τις διεθνείς τα διεθνή
     κλητική διεθνείς διεθνείς διεθνή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεθνής < (διά) δι- + έθν(ος) + -ής κατά το αλλοεθνής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική international [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯eˈθnis/ & /ðʝeˈθnis/
για την προφορά /ði.eˈθnis/ → δείτε και τις λέξεις τριεθνής και τετραεθνής
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ε‐θνής

  Επίθετο επεξεργασία

διεθνής, -ής, -ές

  • που περιλαμβάνει τη συμμετοχή πολλών εθνών ή αφορά πολλά ή όλα τα έθνη

Συνώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • διεθνές δίπλωμα οδήγησης
  • διεθνές δίκαιο
  • Διεθνές Δικαστήριο
  • διεθνές κύρος
  • διεθνή ύδατα
  • διεθνή στενά
  • Διεθνής Αερολιμένας
  • διεθνής κατάσταση
  • διεθνής κοινότητα
  • διεθνής πολιτική σκηνή
  • διεθνής τύπος
  • διεθνούς φήμης

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διά και έθνος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η διεθνής οι διεθνείς
      γενική του
του/της
διεθνή
διεθνούς
των διεθνών
    αιτιατική τον/τη διεθνή τους/τις διεθνείς
     κλητική διεθνή διεθνείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού,
σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής».
Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

διεθνής αρσενικό ή θηλυκό

  1. (γενικότερα) αθλητής ή παίκτης που συμμετείχε σε εθνική ομάδα
    η διεθνής μας κέρδισε χρυσό μετάλλιο στο αγώνισμά της
  2. (ειδικότερα, σκάκι, μπριτζ) τίτλος παίκτη που έχει κερδίσει σε διεθνείς αγώνες και έχει συγκεντρώσει κάποια συγκεκριμένη ελάχιστη βαθμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διεθνής θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία