διδακτορικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διδακτορικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διδακτορικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
διδακτορικό ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διδακτορικό
- αιτιατική ενικού του διδακτορικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διδακτορικός