Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διδακτορικό τα διδακτορικά
      γενική του διδακτορικού των διδακτορικών
    αιτιατική το διδακτορικό τα διδακτορικά
     κλητική διδακτορικό διδακτορικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διδακτορικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διδακτορικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διδακτορικό ουδέτερο

  1. η διδακτορική διατριβή
  2. το διδακτορικό δίπλωμα
     συνώνυμα: ντοκτορά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διδακτορικό