Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διδάσκομαι: Παθητική φωνή του διδάσκω

  Ρήμα επεξεργασία

διδάσκομαι, μετοχή ενεστώτα διδασκόμενος, μετοχή αορίστου διδαχθείς, μετοχή παρακειμένου διδαγμένος

ο μαθητής διδάσκεται τα εξής θεωρητικά μαθήματα ...
τα μαθηματικά διδάσκονται στο γυμνάσιο τέσσερις ώρες την εβδομάδα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία