διαψεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαψεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαψεύδω
- θα διαψεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαψεύδω
διαψεύσουμε