διαφωνήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαφωνήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφωνώ
- θα διαφωνήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφωνώ
διαφωνήσουμε