Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφοροτρόπως < διάφορος + -ο- + τρόπος + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

διαφοροτρόπως

  Μεταφράσεις επεξεργασία