διαφέρω τήν ψῆφον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφέρω τὴν ψῆφον: ρήμα διαφέρω (εδώ με ενεργητική σημασία: διαφοροποιώ,δίνω με διαφορετικό τρόπο - τοποθετώ) + αιτιατική: τὴν ψῆφον του ψῆφος
Έκφραση επεξεργασία
διαφέρω τὴν ψῆφον
- προσδίδω διαφορετική σημασία στη ψήφο μου, την καταμετρώ εναντίον του άλλου, δίνω την ψήφο μου εναντίον άλλου
- δίνω την ψήφο μου σε κάποιον
Πηγές επεξεργασία
- διαφέρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.