Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διατυμπανίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διατυμπανίζω
  2. θα διατυμπανίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διατυμπανίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διατυμπανίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διατυμπάνιση