διατράνωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διατράνωση | οι | διατρανώσεις |
γενική | της | διατράνωσης* | των | διατρανώσεων |
αιτιατική | τη | διατράνωση | τις | διατρανώσεις |
κλητική | διατράνωση | διατρανώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατρανώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διατράνωση < μεσαιωνική ελληνική διατράνωσις < (ελληνιστική κοινή) διατρανόω / διατρανῶ < διά + τρανόω / τρανῶ < τρανός < αρχαία ελληνική τρανής
Ουσιαστικό επεξεργασία
διατράνωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διατρανώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διατράνωση
|