Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διατράνωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
διατράνωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
διατρανώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
διατρανώνω