Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατάσσομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

διατάσσομαι

  1. λαμβάνω διαταγή από έναν ανώτερο, εντολή που συνήθως δεν επιτρέπεται να αμφισβητήσω ή να παραβώ
  2. θέτομαι σε ορισμένη διάταξη, σειρά

  Μεταφράσεις επεξεργασία