διαστρεμματάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διαστρεμματάκι | τα | διαστρεμματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | διαστρεμματάκι | τα | διαστρεμματάκια |
κλητική | διαστρεμματάκι | διαστρεμματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαστρεμματάκι < διάστρεμμα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαστρεμματάκι ουδέτερο
- (προφορικό) υποκοριστικό του διάστρεμμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαστρεμματάκι
|