διασταύρωσις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασταύρωσις (μαρτυρείται από το 1861) [1] → και δείτε τη λέξη διασταύρωση
Ουσιαστικό επεξεργασία
διασταύρωσις θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 283, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου