Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασάφηση οι διασαφήσεις
      γενική της διασάφησης* των διασαφήσεων
    αιτιατική τη διασάφηση τις διασαφήσεις
     κλητική διασάφηση διασαφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασαφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασάφηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασάφη(σις) + -ση[1] < διασαφέω / διασαφῶ → δείτε τη λέξη διασαφώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διασάφηση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασαφώ
    άλλες μορφές: διασάφιση (< διασαφίζω)
     συνώνυμα: διασαφήνιση, αποσαφήνιση
  2. (ειδικότερα) έγγραφη δήλωση σε τελωνείο, με την οποία δηλώνονται τα στοιχεία του εμπορεύματος (ποσότητα, αξία κ.ά.) και ζητείται η υπαγωγή του σε τελωνειακό καθεστώς (εκτελώνιση προς θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, τελωνειακή αποταμίευση, τελωνειακή μεταποίηση, τελειοποίηση ενεργητική ή παθητική, θέση σε ειδική χρήση ή προορισμό, διαμετακόμιση εσωτερική ή εξωτερική, εξαγωγή, επανεξαγωγή, επανεισαγωγή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία