διαπραγματευτούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαπραγματευτούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπραγματεύομαι
- θα διαπραγματευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπραγματεύομαι