διαπορθμεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαπορθμεύω < αρχαία ελληνική διαπορθμεύω < διά + πορθμεύω < πορθμός
Ρήμα επεξεργασία
διαπορθμεύω
Συγγενικά επεξεργασία
- διαπόρθμευση
- → δείτε τη λέξη πορθμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαπορθμεύω
|