διαπερνιέμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.peɾˈɲe.me/ & /ðʝa.peɾˈɲe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐περ‐νιέ‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαπερνιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος διαπερνάω, διαπερνώ
διαπερνιέμαι