διανύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διανύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανύω
- θα διανύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
διανύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάνυση