διανεμητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διανεμητικός < αρχαία ελληνική διανεμητικός < διανεμητής < διανέμω < διά + νέμω
Επίθετο επεξεργασία
διανεμητικός
- που έχει σχέση με τη διανομή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- διανεμητής
- → δείτε τις λέξεις διανέμω και νέμω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διανεμητικός