διανάκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διανάκτης < ελληνιστική κοινή διανάσσω (καλαφατίζω) < αρχαία ελληνική διά + νάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιανάκτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος) (λόγιο) καλαφάτης
- (ναυτικός όρος) (λόγιο) μηχανικός πλοίου που έχει ως καθήκοντα τη μετάγγιση καυσίμων ή λαδιών, την άντληση αποβλήτων κ.ά.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διανάκτης
|