διαμορφωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαμορφωτής < διαμορφώ(νω) + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαμορφωτής αρσενικό (θηλυκό διαμορφώτρια)
- αυτός που διαμορφώνει
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαμορφωτής
|
διαμορφωτής αρσενικό (θηλυκό διαμορφώτρια)
|