διαμοιρασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαμοιρασμός < μεσαιωνική ελληνική διαμοιρασμός < διαμοιράζ(ω) + -μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαμοιρασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμοιράζω
διαμοιρασμός αρσενικό