Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμετρώ < αρχαία ελληνική διαμετρέω

  Ρήμα επεξεργασία

διαμετρώ

  1. (παρωχημένο) μετρώ, καταμετρώ, υπολογίζω
  2. (παρωχημένο) λογαριάζω, σκέφτομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία