Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμαρτυρία οι διαμαρτυρίες
      γενική της διαμαρτυρίας των διαμαρτυριών
    αιτιατική τη διαμαρτυρία τις διαμαρτυρίες
     κλητική διαμαρτυρία διαμαρτυρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμαρτυρία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαμαρτυρία (αρχαία σημασία: νομική αμφισβήτηση)[1] < αρχαία ελληνική διαμαρτυρέω / διαμαρτυρῶ < δια- + μαρτυρέω / μαρτυρῶ < μάρτυς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðʝa.maɾ.tiˈɾi.a/ & /ði̯a.maɾ.tiˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐μαρ‐τυ‐ρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαμαρτυρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαμαρτυρί αἱ διαμαρτυρίαι
      γενική τῆς διαμαρτυρίᾱς τῶν διαμαρτυριῶν
      δοτική τῇ διαμαρτυρί ταῖς διαμαρτυρίαις
    αιτιατική τὴν διαμαρτυρίᾱν τὰς διαμαρτυρίᾱς
     κλητική ! διαμαρτυρί διαμαρτυρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαμαρτυρί
γεν-δοτ τοῖν  διαμαρτυρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμαρτυρία < διαμαρτυρέω / διαμαρτυρῶ + -ία < δια- + μαρτυρέω / μαρτυρῶ < μάρτυς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαμαρτυρία θηλυκό

  1. (νομικός όρος) νομική αμφισβήτηση, ένσταση
  2. (ελληνιστική σημασία) διαμαρτυρία

  Πηγές επεξεργασία