διαλυτικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαλυτικό ουδέτερο
- υγρό που χρησιμεύει για να αραιώνουμε το βερνίκι, τη μπογιά, κ.α.
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διαλυτικό
- αιτιατική ενικού του διαλυτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διαλυτικός