Δείτε επίσης: διαλεκτικῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλεκτικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλεκτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε διαλεκτικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

διαλεκτικώς

  Πηγές επεξεργασία