Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διακυβέρνησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος διακυβερνώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διακυβερνώ