διακοπτόμενη συνουσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
διακοπτόμενη συνουσία θηλυκό
- αντισυλληπτική πρακτική που συνίσταται στην έξοδο του πέους από τον κόλπο πριν την εκσπερμάτωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακοπτόμενη συνουσία