Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διακονήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακονώ
  2. θα διακονήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακονώ