διακονήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διακονήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διακονώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακονώ
- θα διακονήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακονώ