διαισθησιαρχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαισθησιαρχία < διαίσθηση + -αρχία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intuitionalisme)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαισθησιαρχία θηλυκό
- (φιλοσοφία) η κυριαρχία της διαίσθησης ως φιλοσοφική θεωρία και πρακτική προσέγγισης της γνώσης και της αλήθειας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαισθησιαρχία