διαθρέψουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαθρέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διατρέφω
- θα διαθρέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διατρέφω
διαθρέψουμε