Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαδότης οι διαδότες
      γενική του διαδότη των διαδοτών
    αιτιατική τον διαδότη τους διαδότες
     κλητική διαδότη διαδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαδότης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαδότης αρσενικό

  1. αυτός που διαδίδει
  2. (φυσική) σωματίδιο
  3. λασπολόγος

  Μεταφράσεις επεξεργασία