διαδότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διαδότης | οι | διαδότες |
γενική | του | διαδότη | των | διαδοτών |
αιτιατική | τον | διαδότη | τους | διαδότες |
κλητική | διαδότη | διαδότες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαδότης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαδότης αρσενικό
- αυτός που διαδίδει
- (φυσική) σωματίδιο
- λασπολόγος
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαδότης
|