Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαγωνίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαγωνίως. Συγχρονικά αναλύεται σε διαγώνι(ος) + -ως.

  Επίρρημα επεξεργασία

διαγωνίως

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαγωνίως < διαγώνι(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

διαγωνίως

  Πηγές επεξεργασία