↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαβουκόληση οι διαβουκολήσεις
      γενική της διαβουκόλησης* των διαβουκολήσεων
    αιτιατική τη διαβουκόληση τις διαβουκολήσεις
     κλητική διαβουκόληση διαβουκολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβουκολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβουκόληση < διά + βουκόλος (βοσκός βοδιών)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαβουκόληση θηλυκό

  1. η καθοδήγηση των βοδιών για βοσκή
  2. η εξαπάτηση και παράσυρση του πλήθους από λαοπλάνους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία