Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαβιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβιώνω
  2. θα διαβιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβιώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διαβιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαβίωση