διαβείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαβείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαβαίνω
- θα διαβείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαβαίνω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διαβαίνω