Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαίρει

  • β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος διαιρώ

Δείτε επίσης επεξεργασία