Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διήγησῐς αἱ διηγήσεις
      γενική τῆς διηγήσεως τῶν διηγήσεων
      δοτική τῇ διηγήσει ταῖς διηγήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διήγησῐν τὰς διηγήσεις
     κλητική ! διήγησῐ διηγήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διηγήσει
γεν-δοτ τοῖν  διηγησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διήγησις < διηγέομαι / διηγοῦμαι (< διά, δι- + ἡγέομαι), διηγη- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διήγησις, -εως θηλυκό

  1. διήγηση, αφήγηση, εξιστόρηση
  2. δήλωση

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη διηγέομαι

  Πηγές επεξεργασία