Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάττοντας αστέρας < → δείτε τις λέξεις διάττοντας και αστέρας

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

διάττοντας αστέρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία