διάστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάστρα | οι | διάστρες |
γενική | της | διάστρας | των | (διαστρών) |
αιτιατική | τη | διάστρα | τις | διάστρες |
κλητική | διάστρα | διάστρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διάστρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) εργαλείο με το οποίο τυλίγεται το στημόνι στο αντί ενός αργαλειού
Μεταφράσεις επεξεργασία
διάστρα
|